- ελαφόκερας
- (-ατός), ελαφόκέρατο τό олений рог
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ελαφόκερας — το 1. το κέρατο τού ελαφιού 2. γένος σαρκοφάγων επιμήκων εντόμων τής οικογένειας τών σκαραβαιιδών … Dictionary of Greek
ελάφι — Αρτιοδάκτυλο μηρυκαστικό της οικογένειας των ελαφιδών, η οποία υποδιαιρείται σε τέσσερις υποοικογένειες: μοσχίνες, μουντιακίνες, οδοντοκοιλίνες και ελαφίνες. Η τελευταία περιλαμβάνει τα πραγματικά και χαρακτηριστικά ελάφια και τη δάμα. Τα ε.… … Dictionary of Greek
ελαφοκέρατο — το το ελαφόκερας … Dictionary of Greek